ρουσμάς

ρουσμάς
ο, Ν
μίγμα από ασβέστι και θειούχο αρσενικό που τό χρησιμοποιούσαν για αποτρίχωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τουρκικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”